συνετός

συνετός
-ή, -ό / συνετός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνίημι]
αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ
δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)
αρχ.
1. ειδήμονας, έμπειρος σε κάτι (α. «ξυνετὸς πολέμου», Ευρ.
β. «τἀχρεῑα ξυνετοὶ ἄγαν ὄντες», Θουκ)
2. αντιληπτός, κατανοητός («δυσξυνέτου ξυνετὸν μέλος», Ευρ.)
3. αυτός που σημαίνει κάτι («φωνὴ συνετή», Αριστοτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ συνετή
η ηλικία τής σύνεσης, η ώριμη ηλικία
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνετόν
η σύνεση
6. φρ. «συνετὴ ἡλικία» — η ηλικία τής σύνεσης, η ωριμότητα.
επίρρ...
συνετώς / συνετῶς ΝΜΑ, και συνετά Ν
με σύνεση, με γνώση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Συνετός — intelligent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετός — intelligent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σύνεση ή διακρίνεται για τη σύνεση: Οι εμπειρίες τον έχουν κάνει συνετό. – Η συνετή πολιτική του έσωσε τη χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνετά — συνετός intelligent neut nom/voc/acc pl (attic) ξυνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc/acc dual (attic) ξυνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετώτερον — συνετός intelligent adverbial comp (attic) συνετός intelligent masc acc comp sg (attic) συνετός intelligent neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετά — συνετός intelligent neut nom/voc/acc pl συνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc/acc dual συνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετώτερον — συνετός intelligent adverbial comp συνετός intelligent masc acc comp sg συνετός intelligent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετωτέρων — συνετός intelligent fem gen comp pl (attic) συνετός intelligent masc/neut gen comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετῶν — συνετός intelligent fem gen pl (attic) συνετός intelligent masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετόν — συνετός intelligent masc acc sg (attic) συνετός intelligent neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”